προσδέονται

προσδέονται
προσδέομαι
need besides
pres ind mp 3rd pl (epic doric ionic aeolic)
προσδέομαι
need besides
pres ind mp 3rd pl
προσδέω
bind on
pres ind mp 3rd pl (epic doric ionic aeolic)
προσδέω 1
bind on
pres ind mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μετεωρολογία — Επιστήμη που μελετά τα φυσικά φαινόμενα (άλλοτε γνωστά ως μετέωρα), τα οποία λαμβάνουν χώρα στην ατμόσφαιρα της Γης και τους νόμους που τα καθορίζουν (ως ατμόσφαιρα της Γης μπορούμε να ορίσουμε το αεριώδες στρώμα που την περιβάλλει και συμμετέχει …   Dictionary of Greek

  • προσδέω — (I) ΜΑ δένω κοντά ή δένω σε κάτι («κύνας προσδεδέσθαι νυκτερεύοντας», Αιν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + δέω «δένω»]. (II) Α 1. (ενεργ. και μέσ.) έχω ανάγκη κάποιου ακόμη (α. «λύπης τι προσδεῑς ἢ φιλεῑς οὕτω φάος;», Ευρ. β. «εἰπόντες δὲ ὅτι οὐδὲν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”